- υπεναντίωμα
- -ώματος, τὸ, Α [ὑπεναντιοῡμαι]1. υπεναντιότητα2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεναντίωμα — contradiction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)